- νεφῶν
- νέφοςcloudneut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
облачьныи — (21) пр. к облакъ в 1 знач.: азъ на высокь ѹселихъ. и прѣстолъ мои на стлъпѣхъ облачьныихъ. (νεφέλης) Изб 1076, 81 об.; призывахѹ б҃а и тъ ѹслышаше ˫а. въ столъпѣ ѡблачнѣ гл(л)ше к нимъ. СбЯр XIII, 24; дъжеве же кромѣ ѡблачны(х) требовании ѹбо на … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… … Dictionary of Greek
σωρειτομελανίας — ο, Ν (μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών μεγάλης κατακόρυφης ανάπτυξης τών οποίων οι σωρειτόμορφες διαστρώσεις ανυψώνονται με τη μορφή ογκωδών ορέων ή τεράστιων πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρείτης + μελανίας «παχύ στρώμα άμορφων μελανών νεφών»] … Dictionary of Greek
ταξινόμηση — Όρος ενδεικτικός της εργασίας και του αποτελέσματος της κατάταξης (ονοματολογία, συγκρότηση ομάδων, κλπ.), περισσότερων του ενός πραγμάτων. Ο σκοπός της κατάταξης αυτής είναι ο καθορισμός, όσο είναι δυνατόν, των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
αλβέδο ή αλμπέντο — (albedo). Το ποσοστό τοις εκατό της ακτινοβόλου ενέργειας που ανακλάται ή διαχέεται από την επιφάνεια ενός ετερόφωτου σώματος. Λέγεται και λευκάγεια. Το α. του μαύρου σώματος, που όπως είναι γνωστό απορροφά όλες τις ακτινοβολίες, είναι 0, ενώ του … Dictionary of Greek
Nikos Papazoglou — (griechisch Νίκος Παπάζογλου, * 20. März 1948 in Thessaloniki; † 17. April 2011 [1] ebenda) war ein griechischer Sänger und … Deutsch Wikipedia